στερεώνω — στερεώνω, στερέωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στερεώνω – στεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα. Το στερεώνω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο. Το στεριώνω σημαίνει κυρίως → σταθεροποιούμαι σε… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στερεώνω — και στεριώνω στερέωσα και στέριωσα, στερεώθηκα και στεριώθηκα, στερεωμένος και στεριωμένος 1. κάνω κάτι στερεό: Στερέωσε καλά τον τοίχο. – Στερέωσε το τραπέζι, για να μην κουνιέται. 2. αμτβ., γίνομαι σταθερός, μόνιμος: Δεν μπορώ να στεριώσω σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… … Dictionary of Greek
μπουλονάρω — στερεώνω κάτι με μπουλόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boulonner < γαλλ. boulon] … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
κατασφηκώ — κατασφηκῶ, όω (Α) καρφώνω στερεά, στερεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σφηκῶ «σφίγγω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
μποτσάρω — [μπότσος] ναυτ. δένω με μπότσο, στερεώνω, εχμάζω («μποτσάρω την άγκυρα» στερεώνω την άγκυρα στη σωστή θέση ώστε να μη μετακινείται κατά τον κυματισμό) … Dictionary of Greek
περιπήγνυμι — ΜΑ, περιπηγνύω Α στερεώνω, καρφώνω ολόγυρα αρχ. 1. σχηματίζω φραγμό ολόγυρα, περιφράζω 2. ενεργώ ώστε να στερεωθεί ή να συναρμοστεί κάτι γύρω από κάτι άλλο («τὴν τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ καὶ περιπηγνύουσι... παραχέοντες ὕδωρ», Πλούτ.) 3.… … Dictionary of Greek
προδιατείνω — Α προσαρμόζω, στερεώνω κάτι στη θέση του προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διατείνω «τεντώνω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
προσπήγνυμι — ΜΑ καρφώνω στον σταυρό, σταυρώνω («τοῡτον... διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε», ΚΔ) αρχ. στερεώνω, μπήγω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
συμπηγνύω — ΝΑ, και συμπήγνυμι Α 1. καθιστώ κάτι συμπαγές, τό συμπυκνώνω 2. στερεώνω, στερεοποιώ νεοελλ. ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία») αρχ. 1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῡ παρ οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.) 2.… … Dictionary of Greek